Βερνάρδος του Κλερβό — (Bernard de Clairvaux, Φοντέν, Ντιζόν 1091 – Κλερβό 1153). Φιλόσοφος, θεολόγος και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Υπήρξε, μαζί με τον Ούγο και τον Ριχάρδο του Αγίου Βίκτορα, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του μυστικισμού της εποχής του. Μοναχός σε … Dictionary of Greek
Βερνάρδος του Μαντόν (άγιος) — (Bernard de Menthon, 11ος αι.). Ιταλός κληρικός, άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Ο Β. ήταν ο ιδρυτής των μονών του Αγίου Βερνάρδου στις Άλπεις και πέρασε όλη τη ζωή του κοντά στους χωρικούς της Αόστα στις ιταλικές Άλπεις, όπου μαζί με τους υπόλοιπους… … Dictionary of Greek
Βερνάρδος, Εμμανουήλ — (Ρέθυμνο 1777 – 1852).Λόγιος και νομομαθής. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και τη Μολδοβλαχία. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Ιάσιο, όπου ασκούσε το επάγγελμα του οικοδιδάσκαλου. Γνώριζε επτά γλώσσες, γεγονός που του εξασφάλισε την εύνοια του ηγεμόνα… … Dictionary of Greek
Άγιος Βερνάρδος — (γαλλ. Saint Bernardya, ιταλ. San Bernardo). Αυχένας των Άλπεων (2.742 μ.), που συνδέει την Ελβετία (κοιλάδα του Ροδανού) με την Ιταλία (κοιλάδα της Αόστης). Στα νεότερα χρόνια τη δίοδο αυτή χρησιμοποίησαν οι Γαλάτες και οι Ρωμαίοι, καθώς και o… … Dictionary of Greek
Βαρένιος, Βερνάρδος — (Bernhardus Varenius, 1622 1650). Γερμανός γεωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μπέρνχαρντ Βάρεν (Bernhard Varen). Έγραψε πολλά έργα. Τα πιο γνωστά είναι η Περιγραφή του βασιλείου της Ιαπωνίας που εκδόθηκε το 1649 και η Γενική γεωγραφία, που… … Dictionary of Greek
Βαρότσι, Βερνάρδος — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού φιλέλληνα από τη Βενετία Μπερνάρντο Μπαρότσι (Bernardo Barocci). Το 1821 ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήρε μέρος στον Αγώνα ως αξιωματικός. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στη Βενετία … Dictionary of Greek
Παουμγκάρτνερ, Βερνάρδος — (Paumgartner, 1887 – 1967). Αυστριακός μουσικολόγος και διευθυντής ορχήστρας. Ήταν μαθητής του Μπρούνο Βάλτερ. Διετέλεσε διευθυντής ορχήστρας και καλλιτεχνικός συνδιευθυντής του φεστιβάλ Μοζαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ. Συνέθεσε διάφορα μουσικά έργα… … Dictionary of Greek
Σταρκ, Κάρολος - Βερνάρδος — (Stark). Γερμανός αρχαιολόγος (1824 1878). Ταξίδεψε στην Ιταλία, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία και δημοσίευσε πολλές αρχαιολογικές μελέτες και παρατηρήσεις. Διατέλεσε καθηγητής της αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και το 1866… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
Bernardo (nombre) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Bernardo. Bernardo San Bernardo de Claraval Origen Germano … Wikipedia Español